Η Κατάκτηση της Ελλάδας
Σε μια εποχή όταν οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν να παραμείνουν συγκεντρωμένοι μόνο μερικά λεπτά, ενδεχομένως να φαίνεται ότι η “ελληνική κρίση” έχει τελειώσει. Η χώρα έχει λάβει το δεύτερο πακέτο διάσωσής της (130 δις ευρώ), οι μέτοχοι του ιδιωτικού τομέα υπέστησαν απώλειες της τάξης του 75% και την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο (τέλη Μαρτίου 2012) επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των σκληρών πολιτικών ματαιοπονιών της Άνγκελα Μέρκελ και του Νικολά Σαρκοζί, απέτρεψε την εξάπλωση της στάσης πληρωμών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και έσωσε την καημένη την Ελλάδα από την εθνική κατάρρευση.
Είναι αυτονόητο ότι κανένας άνθρωπος που δίνει τη δέουσα προσοχή στα γεγονότα των περασμένων μηνών και στην πραγματική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών δεν πιστεύει αυτό το παραμύθι ούτε για ένα λεπτό. Αρχικά υπήρχε η πεποίθηση ότι θα έπρεπε να έρθει το 2020 για να φτάσει το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στο 120 % του ΑΕΠ, το μέγιστο όριο του χρέους το οποίο το ΔΝΤ θεωρεί βιώσιμο. Τώρα το ΔΝΤ πιστεύει ότι ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα βρίσκεται στο 129% μέχρι τότε! Πιστεύει άραγε κανείς ότι ο αριθμός αυτός δεν θ’ αυξηθεί πολλές ακόμη φορές στα επόμενα χρόνια; Η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται συνεχώς εδώ και αρκετά χρόνια και θα περιοριστεί ακόμη κατά 5%, αν όχι περισσότερο, το 2012. Πώς μπορεί η χώρα να μειώσει το χρέος της αν δεν μπορεί να αναπτύξει την οικονομία της; Από πού θα προκύψουν τα έσοδα;
Όπως είναι γνωστό, οι χώρες που διατηρούν τον έλεγχο του ίδιου τους του νομίσματος, μπορούν κυριολεκτικά να σωθούν τυπώνοντας νέο χρήμα. Όχι μόνο μειώνει ο πληθωρισμός έτσι σταδιακά το χρέος, αλλά κι η υποτίμηση του νομίσματος διευκολύνει κατά πολύ ένα έθνος να βγει από τη δύσκολη θέση του, με την αύξηση των εξαγωγών. Φυσικά, η υποτίμηση αυξάνει επίσης και το κόστος των εισαγωγών. Η εμπειρία, όμως, του 1932 μας δείχνει ότι η Ελλάδα μπόρεσε και στο παρελθόν να αντέξει ισχυρές χρηματοπιστωτικές θύελλες. Η χώρα υπέφερε πολύ λιγότερο από πολλές άλλες χώρες κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, μέσω ενός συνδυασμού υποτίμησης (συμπεριλαμβανομένης της αποδέσμευσής της από τον “χρυσό κανόνα”1) και προστατευτισμού που περιόριζε τις εισαγωγές. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ο μέσος όρος του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας από το 1932 έως το 1939 ήταν 3,5%. Στη Γαλλία ήταν αρνητικός, υπήρχε δηλαδή οικονομική ύφεση, μεταξύ του 1930 και 1939. Στη Γερμανία υπήρχε μεγαλύτερη ανάπτυξη απ’ ότι στην Ελλάδα, όπως γνωρίζουμε όμως ένα αρκετά μεγάλο μέρος της (γύρω στο 20% της ανάπτυξης μέχρι το 1939) οφειλόταν στην κινητοποίηση του πληθυσμού εξαιτίας του ολοκληρωτικού καθεστώτος και στη μακροχρόνια προετοιμασία για τον πόλεμο.
Δεν χρειάζεται ίσως να ειπωθεί ότι οι οικονομολόγοι επιδίδονται σε ατέρμονες διαφωνίες για το αν μια χώρα μπορεί να ξεπεράσει την κρίση χρέους μέσω μιας υποτίμησης (χωρίς να υποστεί ακόμη μεγαλύτερη ζημία), και ειδικότερα για το αν η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα, οικονομικά, εντός ή εκτός της Ευρωζώνης. Αυτό που με απασχολεί, ως φιλόσοφο, περισσότερο κι από τις οικονομικές λεπτομέρειες της υπόθεσης είναι οι ευρύτεροι ηθικοί και πολιτικοί παράγοντες που σχετίζονται με την ελληνική κατάσταση και τη μακροχρόνια ευημερία αυτής της χώρας. Κανείς, ούτε καν οι ίδιοι οι Έλληνες, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν είχαν βολευτεί υπερβολικά καλά για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Πώς μπορεί να είναι υγιές για μια χώρα έντεκα εκατομμυρίων να απασχολεί ένα εκατομμύριο από αυτούς σε κυβερνητικές θέσεις (και το 40% του ΑΕΠ να προέρχεται από το δημόσιο τομέα); Όλοι αυτοί οι κυβερνητικοί υπάλληλοι απολάμβαναν παραδοσιακά πολύ γενναιόδωρες συντάξεις, με επιπλέον μηνιαία πακέτα πληρωμών εκτός των συνηθισμένων δώδεκα, δώρα Χριστουγέννων, επιδόματα έγκαιρης προσέλευσης, παράδοσης φακέλων, πλύσιμου χεριών…
Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι κρυφό, μολονότι δεν μπορεί να μην αφήνει άναυδο τον κόσμο που τα μαθαίνει. Οπότε τι συνεπάγεται αυτό; Ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα απαρτιζόμενη από τεμπέλικες βδέλλες που απομυζούν το φορολογούμενο πολίτη, υποθέτοντας ότι υπάρχει ακόμα κόσμος που πληρώνει στ’ αλήθεια φόρους; Ότι κατά κάποιον τρόπο οι ίδιοι οι Έλληνες ευθύνονται για την καταστροφή τους λόγω μιας εγγενούς διαταραχής του εθνικού τους χαρακτήρα, η οποία τους μετέτρεψε σε τεμπέληδες, ανίκανους και απλά ανόητους; Αυτές δεν είναι απόψεις που μεταδίδονται συνήθως ρητά από τα βρετανικά και αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ωστόσο είναι δύσκολο για μένα να μη διακρίνω μια αδιόρατη αλαζονεία από πλευράς πολλών σχολιαστών [μεταξύ αυτών και του Μαρκ Στέιν (Mark Steyn), παρόλο που τώρα αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση στην Αμερική δεν είναι πολύ καλύτερη, αλλά πιθανόν πολύ χειρότερη], οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί έκπληξη, ούτε η Πορτογαλία ούτε η Ισπανία: ότι πρόκειται απλά για τις κλασικές, διεφθαρμένες “νοτιοευρωπαϊκές” ή “μεσογειακές” χώρες, απ’ όπου θα περίμενε κανείς να ξεκινήσει μια δημοσιονομική κρίση στην ήπειρο. Δεν θα έπρεπε ποτέ να μπουν στη ζώνη του ευρώ, έχουν φέρει αναστάτωση σε ολόκληρο το μεγαλοπρεπές, ευγενές πείραμα της νομισματικής ένωσης, είναι ουσιαστικά άχρηστες και διεφθαρμένες χώρες που χρειάζονται κάποιον να τους πει πώς να διαχειριστούν τις οικονομίες τους. Δεν υπάρχει μάλλον αμφιβολία ότι έτσι βλέπουν την κατάσταση η Μέρκελ, ο Σαρκοζί και οι σύμβουλοί τους. Αυτοί οι αναθεματισμένοι Έλληνες: μακάρι να μην τους είχαμε δεχτεί. Μακάρι, αφού τους δεχτήκαμε, να τους υποχρεώναμε να παρακολουθήσουν σεμινάρια για τη γαλλογερμανική δημοσιονομική ακεραιότητα!
Η καθαρά οικονομική απάντηση σ’ αυτή την άξεστη και αληθινά ανόητη στάση είναι να επισημάνουμε πως πολύ λίγες χώρες διαθέτουν υγιείς οικονομίες αυτή τη στιγμή. Ο λόγος του γερμανικού δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ είναι πάνω από 80%, όπως του γαλλικού και του βρετανικού της Αμερικής είναι πάνω από το 100%. Σύμφωνα με τη διάσημη επιχειρηματολογία της Κάρμεν Ράινχαρτ (Carmen Reinhart) και του Κένεθ Ρογκόφ (Kenneth Rogoff) στο βιβλίο τους “Αυτή τη φορά είναι αλλιώς” (This Time It’s Different), μόλις το δημόσιο χρέος φτάσει στο 90% του ΑΕΠ, η οικονομική ανάπτυξη μειώνεται σταθερά μ’ έναν άμεσα συσχετιζόμενο τρόπο. Ας μην ξεχνάμε: η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν ξεκίνησε απ’ την Ελλάδα! Ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, με την καταστροφή των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου και όλες τις γνωστές καταρρεύσεις, χρεοκοπίες και διασώσεις που είτε προκλήθηκαν είτε συνοδεύτηκαν από το σκάσιμο της φούσκας της αγοράς ακινήτων. Το ελληνικό χρέος είναι μερικών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, ομολογουμένως εξωφρενικά μεγάλο ποσό για μια τόσο μικρή χώρα, το οποίο όμως επισκιάζεται απόλυτα από τα πολλά, πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια χρέους της χώρας των ΗΠΑ, της οποίας η αθέτηση πληρωμών (κάτι που αρκετοί οικονομολόγοι θεωρούν αναπόφευκτο) θα κατέστρεφε ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι μέτοχοι του ιδιωτικού τομέα δεν θα οδηγήσουν στην κατάρρευση καμία επαρχία καμίας χώρας της Ευρωζώνης. Σίγουρα, περισσότερες τράπεζες θα πτωχεύσουν ή “θα πρέπει” να διασωθούν από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, οι οποίοι είναι πολύ πιο ανόητοι από τους Έλληνες εργαζόμενους του δημοσίου τομέα που απολάμβαναν τα επιδόματά τους και τον τριπλό τους μισθό όσο μπορούσαν. Ωστόσο, η δύσκολη αυτή κατάσταση της Ελλάδας δεν θα οδηγήσει τίποτα σε κατάρρευση, ούτε καν την ίδια την Ελλάδα, αφού οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είναι αυτοί που την οδηγούν σ’ αυτή.
Γεγονός που με αναγκάζει ν’ ανατρέξω στην ηθική διάσταση όλης αυτής της λυπητερής ιστορίας. Δεν πρόκειται για την οικονομία απλά και ξάστερα, αλλά για τους τρόπους με τους οποίους τα χρήματα χρησιμοποιούνται και καταχρώνται και, πιο σημαντικά, για τη διαφθορά, για ολόκληρη την ευρωπαϊκή κατάσταση και τις σχέσεις μεταξύ των κράτων μελών της Ε.Ε. Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ε.Ε. κυρίως για την πολιτική σταθερότητα που ήλπιζε ότι η κίνηση αυτή θα φέρει, καθώς και για τ’ αμυντικά οφέλη έναντι της Τουρκίας ως μέλος ενός ευρύτερου πολιτικού συνασπισμού. Μπορεί κανείς να κατανοήσει τους λόγους αυτούς. Όμως για ποιο λόγο ιδρύθηκε μια Ε.Ε. εξαρχής; Για την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας σε μια ήπειρο με μεγάλο ιστορικό σε πολέμους. Ας μετρήσουμε λοιπόν. Τα τελευταία διακόσια χρόνια, η Γερμανία ξεκίνησε δύο μάλλον μεγάλους πολέμους στην Ευρώπη. Το ίδιο και η Γαλλία. Η Ελλάδα, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξεκίνησε κανέναν. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ήθελαν μια Ε.Ε., η οποία θα τους απέτρεπε ν’ αλληλοσκοτωθούν. Τα περισσότερα από τα μικρά κράτη μέλη της Ε.Ε. απλά ακολούθησαν αυτή την πολιτική ποιος δεν θα το έκανε; Η Ελλάδα έχει ωφεληθεί από διαρθρωτικά κεφάλαια προερχόμενα απευθείας από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις άλλες πλούσιες χώρες. Η προσχώρησή της στη ζώνη του Ευρώ το 2000 έδωσε στην Ελλάδα πρόσβαση σε δανεισμό με χαμηλότερα επιτόκια σε σχέση με τη δραχμή, οπότε και πάλι δεν αποτελεί έκπληξη που η χώρα επιδόθηκε σ’ ένα ξέφρενο ξεφάντωμα δαπανών. Ορίστε, λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο μπορεί η Ελλάδα να κατηγορηθεί σ’αυτό τον τομέα: για την προσχώρησή της σ’ έναν όμιλο που ξεκίνησαν άλλες χώρες για τους δικούς τους λόγους, καθώς και για το γεγονός ότι απόλαυσε τις επιχορηγήσεις που προήλθαν παρεμπιπτόντως από αυτή τη συμμετοχή. Αυτό δεν μου φαίνεται ως το μεγαλύτερο πολιτικό αμάρτημα στην ιστορία. Η Ελλάδα δεν ίδρυσε την Ε.Ε. ούτε επινόησε το ευρώ. Η τελευταία της αυτοκρατορία διαλύθηκε το 1453. Από τότε κι έπειτα νικήθηκε και κατακτήθηκε από Μουσουλμάνους, στερήθηκε την ανεξαρτησία της, δέχτηκε εισβολή από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και γενικότερα παρεμποδίστηκε η προσήλωσή της στις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Αυτό οδήγησε σε μαζική μετανάστευση στην Αυστραλία, στην Αμερική και σε άλλες χώρες. Μάλιστα, είναι δύσκολο ν’ αποφύγει κανείς τη σύγκριση της ελληνικής κατάστασης με αυτή της Ιρλανδίας, ακόμα ένα μικρό έθνος που μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες δεν του είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία ν’ απολαύσει την ανεξαρτησία, ν’ αναπτύξει την οικονομία του και να προτρέψει τους πολίτες του να επιστρέψουν από τις διάφορες χώρες στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Και τα δύο έθνη διαπίστωσαν προφανή οφέλη από την προσχώρησή τους πρώτα στην “κλειστή λέσχη” της Ε.Ε. κι έπειτα στην Ευρωζώνη των ακόμα πιο “εκλεκτών”. Και οι δύο χώρες άρχισαν γρήγορα ν’ απολαμβάνουν τις καλές εποχές, και οι δύο ωφελήθηκαν από τα κονδύλια της Ε.Ε. που αναδιανεμήθηκαν από μεγαλύτερες και πλουσιότερες χώρες. Και οι δύο αποποιήθηκαν του δικαιώματός τους να τυπώνουν το δικό τους νόμισμα, να ελέγχουν τα ίδια τους τα επιτόκια και να διαχειρίζονται τους δικούς τους προϋπολογισμούς χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Μόλις η χρηματοπιστωτική κρίση που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ τάραξε τα νερά στην Ευρώπη, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιρλανδία ταρακανούθηκαν: το πάρτυ είχε τελειώσει, δεν υπήρχε όμως γιατρικό για τον πονοκέφαλο μετά το πάρτυ. (Βασικά, η Ιρλανδία είχε μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με τη φορολογία της, όμως το πρόγραμμα λιτότητάς της ήταν σχεδόν τόσο σκληρό όσο και της Ελλάδας).
Άρα, αν στρέψει κανείς την προσοχή του από τις οικονομικές λεπτομέρειες στη συνολική εικόνα, θα διαπιστώσει ότι διαπίστωνε πάντα, τις μικρές δηλαδή ευρωπαϊκές χώρες στο έλεος των μεγαλύτερων χωρών, εν μέσω των διασταυρωμένων πυρών του γαλλογερμανικού διατάγματος και μιας κρίσης για την οποία δεν ευθύνονται. Οι μεγάλες χώρες διαμορφώνουν τους κανόνες και οι υπόλοιπες χώρες οφείλουν να τους ακολουθήσουν. Οπότε, τι έχει αλλάξει; Γιατί η Ελλάδα να υπόκειται σε οξεία κριτική, να γελοιοποιείται, να αναλύεται μέχρι θανάτου κι έπειτα να χρησιμοποιείται σαν κάποιο “παράδειγμα αποφυγής” για τον εκφοβισμό της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και ίσως για μερικές ακόμα χώρες που έχουν δημοσιονομικά μυστικά να κρύψουν; Γιατί πραγματοποιήθηκε και πάλι εισβολή στην Ελλάδα, εμπλέκοντας αυτή τη φορά τη μακροπρόθεσμη γερμανική επίβλεψη στον ελληνικό προϋπολογισμό;
Δεν γνωρίζω να επέβαλε κανείς στις γερμανικές, γαλλικές, βρετανικές και άλλες τράπεζες να δανείσουν χρήματα στην Ελλάδα. Δεν θυμάμαι να διάβασα πουθενά ότι έβαλε η ελληνική κυβέρνηση το πιστόλι στον κρόταφο των ιδιωτικών επενδυτών για να της δώσουν χρήματα. Δεν διάβασα πουθενά ότι η Ελλάδα απειλεί με πόλεμο την Ε.Ε. αν αυτή δεν της δώσει ή της δανείσει χρήματα. Υποθέτω ότι μιλάμε για ενήλικες, οι οποίοι σύναψαν δανειακές συμβάσεις αφού πραγματοποίησαν κάποιου είδους δέουσας επιμέλειας του οφειλέτη τους. Υποθέτω ότι γνώριζαν πως η Ελλάδα είχε προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμής των δανείων της τουλάχιστον πέντε φορές τα τελευταία διακόσια χρόνια. Αυτοί όμως οι απερίσκεπτοι δανειστές κάνουν τώρα ό,τι θα έκανε οποιοσδήποτε απερίσκεπτος δανειστής που θέλει τουλάχιστον κάποια από τα χρήματά του πίσω – ενώνονται σε μιά ομάδα για να τιμωρήσουν τον οφειλέτη τους. Ενδεχομένως είναι αναμενόμενο, ίσως ακόμα και ορθολογικό αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι περισσότερο αξιοσέβαστο από εκείνες τις εταιρείες χορήγησης δανείων της σειράς που στέλνουν έναν επιθετικό τύπο να απειλήσει φτωχές οικογένειες να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
Η λύση για την Ελλάδα είναι απλή: ν’ αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, έπειτα ν’αποχωρήσει από την Ε.Ε., να επιστρέψει στη δραχμή – ας την ονομάσουμε τη Νέα Δραχμή– και να ξεκινήσει την υποτίμηση του χρέους. Ίσως η λύση να είναι απλή, ο πόνος όμως θα είναι οξύς: πληθωρισμός, οικονομικό χάος μέχρι να επαναπροσαρμοστεί η χώρα στη νέα κατάσταση, η προφανής ταπείνωση της χώρας λόγω της αποχώρησης από τη “λέσχη”, οι ιδιαίτερες δυσκολίες που θ’αντιμετωπίσει στη λήψη νέων δανείων. Όλα αυτά όμως θα τελειώσουν πολύ πιο σύντομα από το να υπομένει η χώρα τον αγωνιώδη θάνατο της ατελείωτης λιτότητας ως εκεί που φτάνει το μάτι/για όσο διάστημα μπορεί κανείς να προβλέψει, με όλη αυτή την ισοπεδωτική και αποθαρρυντική επίδραση που έχει αυτό στην ψυχολογία ενός έθνους μακροπρόθεσμα, πόσο μάλλον κι όλες τις κακουχίες – από εκείνες που οι Έλληνες δεν περίμεναν ότι θα ζήσουν για να δουν– που προκαλεί αυτή τη στιγμή. Ποιος θα δανείσει στην Ελλάδα αν αυτή επιστρέψει στη δραχμή; Θα πρέπει ν’απευθυνθεί στους παραδοσιακούς της συμμάχους, ειδικά τη Ρωσία, να παρακαλέσει καλύτερα για σιγουριά, με μόνη επιλογή τα υψηλά επιτόκια μα φυσικά και θα της δανείσουν.
Ωστόσο, η έξοδος από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη από μόνη της δεν θα λύσει τα μακροχρόνια προβλήματα της Ελλάδας. Πηγή αυτών είναι μία και μοναδική: η διεφθαρμένη και ανάξια πολιτική τάξη της Ελλάδας. Επί δεκαετίες δωροδοκούσαν τους ψηφοφόρους με υποσχέσεις για γενναίες παροχές του δημοσίου τομέα, δίνοντας την εντύπωση στον κόσμο ότι θα μπορούσε να καταναλώνει επ’αόριστον περισσότερα απ’ όσα διαθέτει. Τι είδους ηγεσία είναι αυτή; Είναι εύκολο να κατηγορήσουμε τους ψηφοφόρους που ενστερνίστηκαν αυτή την πολιτική απατεωνιά, κάτι τέτοιο όμως θα αποτελούσε κραυγαλέα υποκρισία. Τι υποτίθεται δηλαδή ότι έπρεπε να κάνουν οι Έλληνες ψηφοφόροι – να χτυπήσουν το χέρι δραματικά στο κούτελο και να φωνάξουν “Όχι! Όχι!” όταν οι τοπικοί βουλευτές τους, ή οι οσονούπω πρωθυπουργοί, υπόσχονταν περισσότερες πλήρωμένες υπερωρίες, περισσότερα επιδόματα, μεγαλύτερο δώρο Χριστουγέννων, υψηλότερη σύνταξη, συνταξιοδότηση στα πενήντα και ούτω καθεξής; Ένας άγιος μπορεί ν’αντιδρούσε έτσι, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι άγιοι.
Γεγονός που σημαίνει ότι η ελληνική πολιτική τάξη – αφού αυτό έχουν δημιουργήσει οι Έλληνες πολιτικοί, μια δική τους τάξη – απέτυχε στο στοιχειώδες πράγμα που έπρεπε να κάνει: να επιδείξει κάποιες ηγετικές αρετές. Πώς όμως να το κάνει αυτό όταν είναι και η ίδια βυθισμένη στη διαφθορά; Σύμφωνα με το παλιό ρητό, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι αυτό μπορεί να μην αληθεύει, αλλά είναι σίγουρο ότι οι περισσότερες χώρες αρχίζουν να “βρωμάνε” από την κυβέρνηση και προς τα κάτω. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ελληνική συντηρητική κυβέρνηση άσκησε δίωξη έναντι τεσσάρων πρώην σοσιαλιστών υπουργών και του πρώην Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με την κατηγορία της διαφθοράς. Μόλις ο Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία το 1993, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. άρχισε να θεσπίζει νόμους, οι οποίοι καθιστούσαν αδύνατη την άσκηση δίωξης εναντίον υπουργών και βουλευτών για εγκλήματα που διαπράχθηκαν ενόσω αυτοί βρίσκονταν στην εξουσία, νόμοι που βρίσκονται ακόμα σε ισχύ. Η βουλή έχει επανειλημένως ψηφίσει την παύση διώξεων και ερευνών σχετικά με τη διαφθορά, καθώς και την αμνηστεία σ’ εκείνους που καταδικάστηκαν – μια πολύ μικρή μειοψηφία των ατελείωτων υποθέσεων διαφθοράς που καταγράφηκαν από τα ΜΜΕ. Είναι περιττό να πούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της κυβερνητικής διαφθοράς ενεπλάκησαν σε συμπαιγνίες με την Ε.Ε. για κονδύλια και συμβόλαια, με το σκάνδαλο Ζίμενς (Siemens) να είναι μια από τις πιο διάσημες υποθέσεις. Κανείς δεν έχει καταδικαστεί ακόμα όσον αφορά αυτή την υπόθεση, η οποία περιλάμβανε μία μεγάλη γερμανική εταιρία – ω ναι, γερμανική, σοκ και δέος – που δωροδοκούσε υπουργούς, προκειμένου να εξασφαλίσει συμβόλαια. Κι αυτό παρόλο που ο Έλληνας Υπουργός Μεταφορών στα τέλη της δεκαετίας του 1990 παραδέχτηκε σε κοινοβουλευτική έρευνα του 2010 ότι η Ζίμενς κατέθεσε 200.000 γερμανικά μάρκα σε ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό το 1998 για να βοηθήσει φαινομενικά στη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας.
Δεν είναι λοιπόν άξιον απορίας γιατί η ελληνική πολιτική ελίτ θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., τρομοκρατώντας τον κόσμο με μακάβρια σενάρια “καταστροφής”, τα οποία θ’ ακολουθούσαν την ενδεχόμενη αποχώρηση ή τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Εν τω μεταξύ, πολίτες που μέχρι πρότινος ανήκαν στην ελληνική μεσαία τάξη ζητιανεύουν στο δρόμο και μια γενιά, ή και παραπάνω, νέων ανθρώπων έρχονται αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα σε μια ζωή ανεργίας στην Ελλάδα ή στην εγκατάλειψη της χώρας για δουλειά ή σπουδές στο εξωτερικό, όπως κάνουν τόσοι πολλοί σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σ’ ένα κόσμο της λογικής, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής πολιτικής τάξης θα βρισκόταν είτε ενώπιον του δικαστηρίου είτε στη φυλακή είτε στην εξορία. Μήπως πρόκειται για μια ακόμα καταδίκη της Ελλάδας ως έθνος; Φυσικά και όχι. Γιατί αν ζούσαμε σ’ ένα κόσμο της λογικής, τότε θα ήταν επίσης και οι περισσότεροι Άγγλοι, Αμερικανοί, Γάλλοι και πολλοί άλλοι πολιτικοί ενώπιον του δικαστηρίου, στη φυλακή ή στην εξορία, μαζί με μια ατέλειωτη σειρά τραπεζιτών και κερδοσκόπων, οι οποίοι γονάτισαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μήπως είδαν οι Έλληνες κανέναν Αμερικανό πολιτικό ή τραπεζίτη να πηγαίνει φυλακή; Φυσικά και όχι, μολονότι έχουν παρακολουθήσει εκατοντάδες δισεκατομμυρίων, και μάλιστα τρισεκατομμυρίων, δολαρίων να ρέουν απευθείας από τον αμερικανό φορολογούμενο πολίτη στην αρπάγη των Γκόλντμαν Σακς (Goldman Sachs), Τζέι. Π. Μόργκαν (J.P. Morgan), Σίτιγκρουπ (Citigroup) κ.λπ. Και ο ελληνικός λαός υποτίθεται ότι πρέπει ν’ ακούει κηρύγματα από την ίδια του την κυβέρνηση ή από τις κυβερνήσεις άλλων χωρών για “δημοσιονομική ακεραιότητα”, τακτοποίηση των οικονομικών του και παραχώρηση μιας ακόμα ευκαιρίας στους πολιτικούς του προκειμένου να διορθώσουν την κατάσταση; Συγχωρείστε το λαό που γελάει.
Φέτος, διδάσκω ένα μάθημα στους δευτεροετείς φοιτητές μου για τα “Πολιτικά” του Αριστοτέλη. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους Έλληνες πολιτικούς έχουν όντως διαβάσει αυτό το βιβλίο κι έχουν καταλάβει τι λέει. Οι περισσότερες κυβερνήσεις, λέει ο Σταγειρίτης, αποτελούν μια συγχώνευση πολλών στοιχείων, εκ των οποίων τα δύο σημαντικότερα είναι η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Το δημοκρατικό στοιχείο απαρτίζεται από την πλειοψηφία, σχετικά φτωχότερη από την πλούσια ελίτ που αποτελεί τον ολιγαρχικό παράγοντα. Αν οποιοδήποτε από αυτά τα επί μέρους στοιχεία του κράτους αποκτήσει υπερβολική εξουσία, τότε το κράτος γίνεται ασταθές και ευεπίφορο στη βία και την επανάσταση. Η ελληνική ολιγαρχία – η κυβερνώσα τάξη, οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, οι επικεφαλής μεγάλων εταιριών και οι βοηθοί τους – προσπαθούν να πείσουν τον ελληνικό λαό, την πλειοψηφία, ότι πρέπει να ηρεμήσει και να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. “Είμαστε όλοι μαζί μπλεγμένοι σ’ αυτό”[2]2, λένε. “Πρέπει να ενωθούμε ως έθνος για να λύσουμε τα προβλήματά μας”.
“Η βία δεν είναι η απάντηση στην κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας”. Όλες οι συνήθεις κοινοτοπίες που θα περίμενε κανείς από μια ολιγαρχία επιβάλλονται στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων, οι οποίοι βλέπουν τις θέσεις εργασίας τους να εξαφανίζονται. Κατά την άποψή μου, ο λαός δεν πρέπει να επιτρέψει την εξαπάτησή του. Η ολιγαρχία δεν τον εκπροσωπεί και μάλιστα έχει πάψει να το κάνει αυτό εδώ και δεκαετίες. Ο λαός δωροδοκήθηκε και διαφθάρηκε από την ίδια του την πολιτική τάξη, η οποία υποτίθεται –σε μια ενάρετη πολιτεία – ότι θα πρέπει να δίνει το καλό παράδειγμα των “άριστων”, όχι απλά των “ολίγων”.
Το μέλλον της Ελλάδας δεν έγκειται στις δεκαετίες πληρωμής τόκων σε τράπεζες και κυβερνήσεις που σύναψαν ελεύθερα συμφωνίες με τη χώρα προκειμένου να της δανείσουν χρήματα, τα οποία η χώρα δεν μπορεί ν’ αποπληρώσει. Σύμφωνα μ’ ένα παλιό γνωμικό του χρηματοοικονομικού κλάδου, αν δανειστεί κανείς 100 από την τράπεζα και δεν μπορεί να τ’ αποπληρώσει, αυτό είναι δικό του πρόβλημα αν όμως δανειστεί κανείς 1.000.000 από την τράπεζα και δεν μπορεί ν’αποπληρώσει το δάνειό του, τότε αυτό είναι πρόβλημα της τράπεζας. Αν η τράπεζα του επιβάλλει μέτρα λιτότητας, δεν θα πάρει ποτέ τα χρήματά της πίσω, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι τράπεζες στηρίζουν υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και προσπαθούν – αν είναι δυνατόν – να τις διατηρήσουν σε λειτουργία, ώστε να έχουν ελπίδες να πάρουν έστω ένα μέρος των χρημάτων τους πίσω. Έτσι θα έπρεπε να γίνει και στην περίπτωση της Ελλάδας. Δεν πρόκειται και δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη στην παρούσα κατάσταση. Κάθε ευρώ που δαπανάται για την πληρωμή τόκων θα έπρεπε να δαπανάται για την άμεση επένδυση στο οικονομικό μέλλον της Ελλάδας όχι μέσω ακόμα περισσότερων κυβερνητικών δαπανών και της διαφθοράς που αυτά συνεπάγονται, αλλά μέσω της χαμηλής φορολόγησης, της ενίσχυσης των επιχειρήσεων και της απελευθέρωσης που προάγει την ανάπτυξη χωρίς να επιτρέπει στην ολιγαρχία να απομυζήσει ακόμα περισσότερα χρήματα από το σύστημα μέσω διεφθαρμένων ιδιωτικοποιήσεων. Δεν είμαι οικονομολόγος και δεν μπορώ να ορίσω τον τρόπο διεξαγωγής του δύσκολου αυτού έργου. Πρέπει να γίνει όμως αυτό, και η Ελλάδα διαθέτει αναμφισβήτητα πολλούς λαμπρούς οικονομολόγους και επιχειρηματίες που γνωρίζουν πώς να φέρουν το έργο αυτό εις πέρας.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν συνάδει προς τη λιτότητα και την ιδιότητα του μέλους της Ευρωζώνης, καθώς και με την ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε. Πιστεύω πως η Ελλάδα θα έπρεπε τουλάχιστον ν’ αποχωρήσει από τη ζώνη του ευρώ και να επιστρέψει σε μια υποτιμημένη Νέα Δραχμή, και όλο το πόσο του νέου νομίσματος να επενδυθεί στον ιδιωτικό τομέα, εκτός βέβαια από τις δαπάνες για τις βασικές υποδομές του κοινωνικού ιστού. Πότε ήταν η τελευταία φορά που κάποιος ξένος αγόρασε κάτι που παράγεται στη χώρα αυτή εκτός από ελιές; Πρόκειται για μια εθνική ντροπή, ανάξια του ταλέντου και της μεγαλοπρέπειας που υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα. Ο Στέλιος Χατζηιωάννου ίδρυσε μία από τις πιο επιτυχημένες αεροπορικές εταιρίες στην ιστορία (Ίζιτζετ). Το πραγματοποίησε στη Βρετανία, έπρεπε όμως να το είχε κάνει στην Ελλάδα. Αυτό από μόνο του μαρτυρά πολλά για την απώλεια του ταλέντου, τα προφανή αντικίνητρα για ανάπτυξη που μαστίζουν την ελληνική οικονομία. Μια διεφθαρμένη και αμετανόητη πολιτική τάξη, οι συμμαχίες της οποίας με ξένα κράτη και θεσμικά όργανα, καθώς και με τους ελβετικούς της λογαριασμούς, δεν αποτελούν παρά εμπόδιο για τη μελλοντική ευημερία και ευδαιμονία της χώρας.
Πρέπει να υπάρξει μια νέα ελληνική αφύπνιση που θα αφαιρέσει αυτό τον καρκίνο από το σώμα της πολιτείας. Η Ελλάδα δεν πρέπει να παίρνει μαθήματα από κανέναν, πόσο μάλλον από τη Γαλλία και τη Γερμανία, για τον τρόπο χειρισμού των υποθέσεών της. Το ελληνικό έθνος είναι απόλυτα ικανό να αποκαταστήσει το μακροπρόθεσμό μέλλον του. Με τους κατάλληλους ανθρώπους επικεφαλής και με το σωστό πρότυπο της πολιτικής αρετής, τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει.
Ο κανόνας του χρυσού είναι ένα νομισματικό σύστημα στο οποίο η λογιστική μονάδα αναφοράς αντιστοιχεί σε καθορισμένο βάρος χρυσού. Στο σύστημα αυτό, οι κεντρικές τράπεζες εγγυώνται την εξαργύρωση τραπεζογραμμάτιων σε χρυσό, βάσει του καθορισμένου βάρους του, κατόπιν ζήτησης. Οι κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν μια τέτοια σταθερή λογιστική μονάδα και που ανταλλάσουν με άλλες κυβερνήσεις τα τραπεζογραμμάτιά τους με βάση το χρυσό, μοιράζονται μια σχέση σταθερής νομισματικής ισοτιμίας.
Όπως το περίφημο "Μαζί τα φάγαμε" του Θεόδωρου Πάγκαλου.
Published 11 July 2013
Original in English
Translated by
Sofia Simiti
First published by Intellectum 9/2012 (Greek version); Eurozine (English version)
Contributed by Intellectum © David S. Oderberg / Intellectum / Eurozine
PDF/PRINTPublished in
In focal points
Newsletter
Subscribe to know what’s worth thinking about.