Η αποτυχία των Ευρωπαίων διανοουμένων;

Οι διανοούμενοι έχουν κατηγορηθεί ότι απέτυχαν νααποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην Ευρώπη, η οποία υπονομεύεται από την κρίση. Ωστόσο, οι εκκλήσεις περί νομιμοποίησης των αφηγήσεων για την Ευρώπη – σε συνδυασμό με μια νοσταλγία για μια χρυσή εποχή του Ευρωπαϊσμού – μένουν προσκολλημένες στη λογική της οικοδόμησης των εθνικών κρατών του δέκατου ένατου αιώνα, υποστηρίζει Jan-Werner Muller. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που θα έπρεπε να κάνουν οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι;

Προς το τέλος του περασμένου έτους, καθώς η κρίση της Ευρωζώνης έφτανε (σε ένα ακόμη) σημείο κορύφωσης, ένας αριθμός δημοσιογράφων στον γερμανικό ποιοτικό τύπο εφιστούσε την προσοχή των αναγνωστών σε μια πτυχή της κρίσης, η οποία είχε λάβει ελάχιστη προσοχή μέχρι εκείνη τη στιγμή: η κρίση του ευρώ δεν σηματοδοτούσε μόνο την αποτυχία των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρώπης, ή των Ελλήνων γραφειοκρατών, ή των Ιταλών φοροφυγάδων, ή της Άνγκελα Μέρκελ (όλα αυτά ανάλογα με την προοπτική του καθενός) – σηματοδοτούσε επίσης μια συνολική αποτυχία των διανοουμένων. Γιατί δεν υπερασπίζονταν λοιπόν τα μεγάλα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Γιατί δεν προέβαλαν ελκυστικά οράματα για το μέλλον της ηπείρου, αντί να σπαταλούν μια σπουδαία κληρονομιά αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης μεταξύ των Ευρωπαίων, η οποία είχε καλλιεργηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες; Μήπως είχαν απλά αποκοιμηθεί κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, που θα μπορούσε τελικά να εγκαινιάσει την επιστροφή αποκρουστικών εθνικισμών; Ή ακόμα και μια στρατιωτική σύγκρουση, όπως προειδοποιούν επανειλημμένα ηλικιωμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο Χέλμουτ Κολ;

Η ιδέα μίας διακριτής “αποτυχίας” ή ακόμα και “προδοσίας” των διανοούμενων ανήκει στον εικοστό αιώνα. Ο τελευταίος θεωρείτο ευρέως ως η “εποχή των ιδεολογιών”: οι ιδέες δεν ήταν απλώς σημαντικές με κάποιο αόριστο γενικό τρόπο, αλλά μπορούσαν άμεσα να μεταφραστούν σε πολιτική και να μετατραπούν σε θανατηφόρες δυνάμεις. Σκεφτείτε απλώς τη διάσημη παρατήρηση του Czeslaw Milosz ότι στην Ευρώπη των μέσων του εικοστού αιώνα “οι κάτοικοι πολλών ευρωπαϊκών χωρών κατέληξαν, σε γενικές γραμμές κατά δυσάρεστο τρόπο, στη συνειδητοποίηση ότι η τύχη τους θα μπορούσε να επηρεαστεί άμεσα από περίπλοκα και δυσνόητα βιβλία φιλοσοφίας”. Οι διανοούμενοι δρούσαν στην παγκόσμια ιστορική σκηνή, λαμβάνοντας μέρος στο αιματηρό δράμα της μάχης μεταξύ φιλελεύθερης δημοκρατίας, φασισμού και σοβιετικού κομμουνισμού.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτόν το ρόλο, τι θα συνιστούσε “αποτυχία”; Το να μη μιλάει κάποιος εντός των προβλεπόμενων ιδεολογικών πλαισίων; Το 1927 ο Γάλλος δοκιμιογράφος και ηθικολόγος Julien Benda κατηγόρησε τους συναδέλφους του συγγραφείς και φιλοσόφους ότι πρόδωσαν την αποστολή τους υποστηρίζοντας εθνικιστικές θέσεις: οι σωστοί διανοούμενοι, υποστήριξε, θα έλεγαν (καθολικά και διαχρονικά) την αλήθεια στην εξουσία αντί να εμπλέκονται στο έργο της προώθησης του εθνικού συμφέροντος. Αλλά και οι διανοούμενοι που προασπίζονταν οικουμενικά, κομμουνιστικά ιδεώδη επίσης κατηγορηθήκαν για προδοσία, πρωτίστως επειδή πίστεψαν τα ψέματα του Στάλιν και επειδή έκαναν τα στραβά μάτια στις ολοένα και πιο εμφανείς αδυναμίες της Σοβιετικής Ένωσης.

Σήμερα, όλος αυτός ο λόγος περί αποτυχίας ενδέχεται να μας ξενίζει: οι διανοούμενοι δεν είναι μαθητές, που μπορεί να αποτυγχάνουν σε κάποιο διαγώνισμα, με κάποιους άλλους διανοούμενους να παρακολουθούν τις επιδόσεις τους? ούτε δεσμεύονται από τους ίδιους κώδικες πρακτικής, όπως οι εκπαιδευμένοι επαγγελματίες. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι, στις μάλλον διαφορετικές συνθήκες της Ευρώπης του εικοστού πρώτου αιώνα, οι διανοούμενοι δεν μπορούν να σφάλλουν σε θεμελιώδη ζητήματα όταν κρίνονται με βάση μια σειρά φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών: μπορεί να γίνουν οι ίδιοι φανατικοί εθνικιστές, ή έμμεσα να επιτρέψουν την άνοδο του εθνικισμού με το να μην ταχθούν ρητά εναντίον του. Θα μπορούσαν επίσης να αποτύχουν απλά παραβλέποντας τη βαθιά αδικία, που συντελείται σήμερα στο όνομα της λιτότητας και της δημοσιονομικής χρηστότητας.

Αρκεί να σκεφτούμε τα προφανή παραδείγματα, Ελλάδα και Γερμανία: ενώ τα πράγματα έχουν κρατηθεί σε σχετικά πολιτισμένο επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών όσον αφορά την υψηλή πολιτική, οι αντίστοιχες κοινωνίες πολιτών γίνονται όλο και λιγότερο πολιτισμένες. Στην πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές υψώνουν πανό που εξισώνουν το νέο, επιβαλλόμενο από την ΕΕ καθεστώς με το Νταχάου (με αποκορύφωμα το σύνθημα το “Μνημόνιο απελευθερώνει” –“Memorandum macht frei“)? τώρα υπάρχει ακόμη κι ένα κόμμα που, σε όλα εκτός από το όνομά του, είναι το αντι-γερμανικό κόμμα (οι “Ανεξάρτητοι Έλληνες“, οι οποίοι υπόσχονται αντίσταση κατά του “Τέταρτου Ράιχ”, παραπέμποντας σε κάθε ευκαιρία στη γερμανική κατοχή της δεκαετίας του 1940). Στη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, ενώ δεν υπάρχει κάποια ανάλογη ρητορική και συμβολισμός, που να εξισώνει το παρελθόν με το παρόν (για προφανείς λόγους …), υπάρχει εν τούτοις πολλή γκρίνια για τους τεμπέληδες του Νότου, η οποία ενθαρρύνεται από έναν, βαθιά ανεύθυνο, λαϊκό τύπο.


Ωστόσο, εκείνοι που ζητούν επίμονα μια ισχυρότερη παρουσία από την πλευρά των Ευρωπαίων διανοουμένων συνήθως ζητούν κάτι περισσότερο από μία φωνή της λογικής, που να προσπαθεί να αναχαιτίσει τον εθνικισμό: απαιτούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, οράματα και μεγάλες αφηγήσεις. Εξάλλου, αυτά υπήρχαν εν αφθονία στο Ευρωπαϊκό παρελθόν: για την περίοδο από το 1306 έως το 1945, έχουν καταμετρηθεί από τους ιστορικούς τουλάχιστον 182 μεγάλα σχέδια για την ευρωπαϊκή ενότητα (με φυσιογνωμίες όπως εκείνες του Αββά St.-Pierre και, φυσικά, του Coudenhouve-Kalergi ως ξεχωριστές περιπτώσεις). Όμως, ενώ στη μεταπολεμική περίοδο έλαβαν χώρα πολλά, υψηλού επιπέδου, πολιτιστικά δρώμενα αφιερωμένα στην ευρωπαϊκή ενότητα ή στην υποτιθέμενη “κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού” (σε κάποια από αυτά συνέβη να πρωταγωνιστεί ο Julien Benda), θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι η δεκαετία του 1950 ή του 1960 αποτέλεσε μια χρυσή εποχή για την πνευματική συζητήση σχετικά με – πόσο μάλλον για – την Ευρώπη.

Μπορεί κάποιος να σκεφτεί εξαιρέσεις, ειδικά τους ιδεαλιστές που προέκυψαν από τα διάφορα κινήματα αντίστασης και τάχθηκαν υπέρ μιας ομοσπονδιακής, δημοκρατικής Ευρώπης – σκεφτείτε τον Walter Dirks και τον Altiero Spinelli. Ωστόσο, οι διανοούμενοι είχαν πολλά άλλα αντικείμενα για να αφιερωθούν -πρωτίστως, τον Ψυχρό Πόλεμο και την από-αποικιοποίηση – τα οποία είχαν σαφώς προτεραιότητα έναντι μιας Ευρώπης η οποία, εν πάση περιπτώσει, φαινόταν εκείνη τη στιγμή να είναι ένα απλό παιχνιδάκι στα χέρια των υπερδυνάμεων. Στην πραγματικότητα, υπήρχε συχνά η αίσθηση ότι μόνο όταν θα είχε διαμορφωθεί μια σωστή στάση σε αυτά τα σημαντικότερα, ηθικά ζητήματα, και όταν η ίδια η Ευρώπη θα είχε, με κάποιο τρόπο, πάψει να κηλιδώνεται, ποικιλοτρόπως, από την αποικιοκρατία ή τον καπιταλισμό, τότε μόνο θα μπορούσαν οι διανοούμενοι να μιλήσουν για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καθεαυτή. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Edgar Morin, για παράδειγμα, ήταν ένας από τους πολλούς αριστερούς διανοούμενους που θεωρούσαν ότι ο ίδιος ο όρος Ευρώπη παρέμενε μολυσμένος από τα δεινά της αποικιοκρατίας. Μόνο μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, στη δεκαετία του 1960, θα άρχιζε η Αριστερά να υποστηρίζει την ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας.

Παρόλα αυτά, το βασικό επιχείρημα ισχύει: η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προχώρησε απουσία οποιοδήποτε μεγάλου πνευματικού οράματος. Για την ακρίβεια, όπως θα τόνιζε κάθε αξιοπρεπές εγχειρίδιο για την ΕΕ, η όλη ιδέα ήταν αυτή της ολοκλήρωσης με μικρά βήματα, ή, για να το θέσουμε λιγότερο ευγενικά, της ολοκλήρωσης με μυστικότητα. Οι ιδρυτές – ο Jean Monnet, πρώτα απ’ όλους – μπορεί να είχε υψηλούς ηθικούς σκοπούς, αλλά το ίδιο το σχέδιο προχώρησε στη βάση τεχνοκρατικών επιταγών, όχι επειδή όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν την ηθική αξία της οικοδόμησης μίας πανευρωπαϊκής, πολιτικής κοινότητας.

Φυσικά, στα μάτια πολλών παρατηρητών σήμερα, αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Η μυθική φράση του Monnet – ότι θα έπρεπε όντως να είχε ξεκινήσει με την κουλτούρα – γίνεται τελετουργικά αντικείμενο επίκλησης από εκείνους που θεωρούν ως το πρωταρχικό έλλειμμα της Ένωσης την έλλειψη νοήματος και της ικανότητας να εμπνέει αφοσίωση, ή έστω απλώς “ενθουσιασμό”. Ο διανοούμενοι, από την άποψη αυτή, θα πρέπει να καλύψουν την απόσταση με ένα σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή χωρίς αυτούς – αλλά που τώρα τους χρειάζεται απεγνωσμένα προκειμένου να αρθρώσουν λόγους για την περαιτέρω πρόοδο του (και, ιδανικά, μία κυρίαρχη αφήγηση, που να δικαιώνει συγχρόνως το παρελθόν του, το παρόν του και το μέλλον του).

Αυτό, όμως, δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι οι διανοούμενοι θα πρέπει να συμμετάσχουν σε μια επανάληψη του κλασικού τους ρόλου κατά τον δέκατο ένατο αιώνα: συγγραφείς και ιστορικοί, ιδίως, καλούνται να νομιμοποιήσουν μια μεγάλη εθνική (ή τώρα: υπερεθνική) ενοποίηση μέσα από δυνατές ιστορίες και την αναγνώριση και, ιδανικά, την κωδικοποίηση “ευρωπαϊκών αξιών” – ίσως ακόμη και με τη μορφή του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος. Φυσικά, αυτό είναι μια καρικατούρα: όποιος γράφει μια Ευρωπαϊκή ιστορία ή μια εννοιολόγηση για ένα μουσείο της Ευρώπης δε σημαίνει ότι εμπλέκεται στο εγχείρημα της οικοδόμησης ενός έθνους ή ότι θέλει να προσφέρει μια νομιμοποιητική αφήγηση στους ιθύνοντες των Βρυξελλών? στην πραγματικότητα, παραμένει απόλυτα λογικό και επιθυμητό ότι ιστορικοί από διάφορα έθνη-κράτη διερευνούν ο ένας τις προσεγγίσεις του άλλου και ελέγχουν σε ποιο βαθμό αυτές μπορούν πράγματι να ενσωματωθούν. Και όμως: το αίτημα για μια μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία παραμένει τελικά πιστό στη λογική του δέκατου ένατου αιώνα περί οικοδόμησης του έθνους. Συχνά τίθεται τόσο ωμά ώστε δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία σχετικά με την επιδιωκόμενη, εργαλειακή αξία της ιστορίας – σκεφτείτε τις εκκλήσεις περί θεώρησης του Ολοκαυτώματος ως του “ιδρυτικού μύθου” της Ευρώπης, η οποία, ιστορικά, είναι απλά ανοησία. Ασφαλώς, δεν πρόκειται για επανάληψη του σχήματος που ήθελε τους χωρικούς να μετατρέπονται σε Γάλλους πολίτες μέσω της στρατιωτικής θητείας και μίας δημοκρατικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- ωστόσο, η βασική ιδέα ότι οι πολιτικές κοινότητες έχουν ανάγκη από μια κοινή αφήγηση, σαφώς παραμένει. Για να θέσουμε το επιχείρημα αντίστροφα: με αυτό το όραμα, το υπερεθνικό εξακολουθεί να είναι εθνικισμός? ένα έθνος, που ονομάζεται “Ευρώπη”, εξακολουθεί να είναι έθνος. Και αν υπάρχει κάτι ηθικά προβληματικό στον εθνικισμό – όπως σαφώς υπάρχει, στα μάτια του Benda και όλων εκείνων που υιοθέτησαν το πρότυπο του για το ρόλο της διανόησης- τότε οι διανοούμενοι θα πρέπει να κρατήσουν σαφείς αποστάσεις από το εγχείρημα του οράματος και την κατασκευή οιονεί εθνικών κυρίαρχων αφηγήσεων.

Αλλά τότε γιατί να μην υιοθετήσουμε απλώς το μοντέλο του Benda – και να το προσαρμόσουμε σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο; Γιατί να μην γίνει κύρια αποστολή των διανοουμένων να αποκαλύπτουν αδικίες, να απευθύνουν ένα εκ καρδίας Κατηγορώ! στους δράστες της και να πουν την αλήθεια στην εξουσία, που εδρεύει στις Βρυξέλλες; Το πρόβλημα εδώ είναι το εξής: δεν είναι καθόλου προφανές γιατί η Ευρώπη – και, πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ – θα πρέπει να είναι το αρμόζον πλαίσιο για τέτοια ηθικά ζητήματα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις μεγάλης κλίμακας κοινωνικό-οικονομικές ανισότητες. Προφανώς, υφίστανται εντός της Ευρώπης? ωστόσο, οι ενδοευρωπαϊκές ανισότητες χάνονται στην ηθική ασημαντότητα όταν συγκριθούν με τις ανισότητες σε παγκόσμια κλίμακα. Η παγκόσμια ανισότητα είναι ένα καθημερινό σκάνδαλο? οι ενδοευρωπαϊκές εισοδηματικές διαφορές χρήζουν σοβαρής, κοινωνιολογικής επιστημονικής μελέτης και θα μπορούσαν, ίσως, να αποτελέσουν ακόμη και αντικείμενο κοινωνικής διαμαρτυρίας – όμως, απλά, δεν συνιστούν αντικείμενο μιας σπουδαίας ηθικής κατακραυγής.

Όμως, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει, τι γίνεται με το διεκτραγωδούμενο “δημοκρατικό έλλειμμα” των Ευρωπαϊκών θεσμών; Εδώ, πλησιάζουμε περισσότερο σε αυτό που εγώ νομίζω ότι συνιστά έναν αρμόζοντα – αν και επίσης αρκετά μικρό – ρόλο για τους Ευρωπαίους διανοουμένους σήμερα. Η ΕΕ έχει χαρακτηριστεί όπως είναι γνωστό – από τον επικεφαλής της δικής της Επιτροπής – ως “πολιτικό αντικείμενο αγνώστου ταυτότητας” (και αν ο Jacques Ντελόρ δεν μπορούσε να το ταυτοποιήσει, τότε ποιος μπορεί;). Ας το θέσουμε πιο εμφατικά: η ΕΕ αποτελεί τη σημαντικότερη θεσμική καινοτομία από τη δημιουργία του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους πρόνοιας – αλλά είναι πράγματι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, και να κατανοήσουμε την πραγματική λειτουργία του. Οι πολύπλοκες διασυνδέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και των Βρυξελλών μπορεί να είναι δύσκολο να διασαφηνιστούν ακόμα και από τον πλέον εμβριθή γνώστη του παιχνιδιού της ευρωπαϊκής πολιτικής – και τα ζητήματα νομιμοποίησης και του πώς η νομιμοποίηση μπορεί να θεμελιωθεί στη βιωμένη εμπειρία των πραγματικών Ευρωπαίων είναι ακόμη πιο δύσκολα. Εδώ, οι διανοούμενοι θα μπορούσαν να έχουν έναν προφανή ρόλο ως αυτό που θα αποκαλούσα αποσαφηνιστές: θα μπορούσαν να αναλάβουν να εξηγήσουν την Ευρώπη στο ακροατήριό τους και, αυτό είναι ζωτικής σημασίας, να περιγράψουν τις κανονιστικές επιλογές για την ανάπτυξη της ΕΕ όπως την ξέρουμε, ή ίσως δημιουργώντας μια εντελώς διαφορετική πολιτεία (όπως μια πραγματική υπερεθνική δημοκρατία, σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, όπου η νομιμότητα των δράσεων της ΕΕ πηγάζει τελικά από τις πράξεις των εθνικών κοινοβουλίων).

Κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ως ένα πολύ αφυδατωμένο όραμα για το τι μπορούν να κάνουν οι διανοούμενοι-ότι δηλαδή δεν θα πρέπει να προσπαθούν να είναι κάτι περισσότερο από αυτό που, στις ΗΠΑ, αποκαλείται, συχνά παραπλανητικά, “δημόσιοι διανοούμενοι” (με το οποίο οι Αμερικανοί εννοούν απλώς ακαδημαϊκούς, οι οποίοι μπορούν πράγματι να εξηγήσουν κάτι σε ένα μορφωμένο κοινό, ή, με μια λέξη: ειδικοί); Όχι ακριβώς: το θέμα είναι ότι οι διανοούμενοι που θα αναλάβουν το ρόλο, που σκιαγραφείται εδώ, δεν πρέπει να ασχολούνται μόνο με ό, τι οι Γάλλοι, με μια υπέροχη έκφραση, ονομάζουν εκλαΐκευση (vulgarisation) – θα πρέπει επίσης να εγείρουν κανονιστικά επιχειρήματα, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να είναι σε θέση να προβούν στις δικές τους αξιολογημένες, ηθικές και πολιτικές κρίσεις για το τι πρέπει να κάνουν με το “αγνώστου ταυτότητας πολιτικό αντικείμενο”. Δηλαδή, η αποσαφήνιση και η δημόσια αιτιολόγηση θα πρέπει να συμβαδίζουν. Αυτό συνιστά, επίσης, έναν κατεξοχήν δημοκρατικό ρόλο: δεν πρόκειται για πυροδότηση ενθουσιασμού για ένα συγκεκριμένο όραμα (με τον τρόπο που επιχειρούν να το κάνουν οι άνθρωποι επί των δημοσίων σχέσεων της ΕΕ, με διαβόητα καταστροφικά αποτελέσματα – βλέπε την πρόσφατη ταινία για μια λευκή Ευρωπαία υπερ-ηρωίδα που υποτάσσει διάφορους βαρβάρους – Ασιάτες, μαύρους, Άραβες – μετατρέποντάς τους σε κίτρινα αστέρια)? μάλλον, πρόκειται για αποσαφήνιση των επιλογών – και του τι μπορεί να σημαίνουν από ηθικής άποψης – και στη συνέχεια, να εναπόκειται στους λαούς της Ευρώπης να αποφασίσουν.

Το εξαίρετο παράδειγμα αυτού του είδους της δουλειάς- πολλοί αναγνώστες δεν θα εκπλαγούν εδώ – είναι οι παρεμβάσεις του Jurgen Habermas, ο οποίος δεν είναι μόνο ο σημαντικότερος διανοούμενος της Ευρώπης, αλλά και ο πιο σημαντικός διανοούμενος, που ειλικρινά προσπαθεί να καταπιαστεί με το νόημα και το δυνητικό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποιος μπορεί να θεωρήσει τις λεπτομέρειες των αναλύσεων του Habermas πνευματικά επαρχιώτικες (ο Perry Anderson προσφάτως επεσήμανε ότι στο τελευταίο δοκίμιο του Habermas για την Ευρώπη τα τρία τέταρτα των αναφορών ήταν Γερμανοί συγγραφείς, όλοι οι υπόλοιποι Αγγλο-Αμερικάνοι? προφανώς, η υπόλοιπη Ευρώπη είναι ανύπαρκτη στο επίπεδο της διανόησης)? μπορεί κανείς να επικρίνει τον Habermas ότι δεν αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στη βιωμένη εμπειρία των πραγματικών Ευρωπαίων ανά την ήπειρο? μπορεί κανείς να θεωρήσει τις οδηγίες του απελπιστικά ιδεαλιστικές – και, όμως, το γεγονός παραμένει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν διανοούμενο, που προσπαθεί ειλικρινά να μάθει από τους ειδικούς, για να εξηγήσει αυτό που εκείνος, ορθά ή εσφαλμένα, θεωρεί ότι είναι τα επιτεύγματα, οι αδυναμίες, καθώς και οι κανονιστικές δυνατότητες της Ένωσης, και ως εκ τούτου να προωθήσει μια σοβαρή πολιτική συζήτηση. Με άλλα λόγια: μπορεί κανείς να απορρίψει το περιεχόμενο όσων προτείνει ο Habermas, και παρόλα αυτά να βρίσκει το μοντέλο, που προσκομίζει για την ενασχόληση των διανοουμένων με την Ευρώπη, ελκυστικό.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι το μόνο μοντέλο: υπάρχει ένας ακόμη ρόλος για τους Ευρωπαίους διανοούμενους, που εθεωρείτο σχεδόν δεδομένος, όμως τώρα κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Όπως έχει συχνά επισημανθεί, μέχρι τη δεκαετία του 1930, τουλάχιστον, υπήρχε μια πραγματική Ευρωπαϊκή Δημοκρατία των Γραμμάτων, στο πλαίσιο της οποίας συγγραφείς και φιλόσοφοι αλληλεπιδρούσαν εύκολα πέρα από εθνικά σύνορα – και στο πλαίσιο της οποίας εξηγούσαν, επίσης, άλλες εθνικές κουλτούρες στους αναγνώστες τους. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί εδώ την εκπληκτική σχέση μεταξύ ενός Stefan Zweig και ενός Romain Rolland, ή το έργο ενός λόγιου φιλολόγου, όπως ο Ernst Robert Curtius. Ασφαλώς, όλα αυτά λάμβαναν χώρα στο επίπεδο αυτού που σήμερα θα μπορούσε να απορριφθεί ως “απλώς υψηλή κουλτούρα” – αλλά το θέμα είναι ότι όντως έλαβε χώρα. Και, με έναν κάπως διαφορετικό τρόπο, συνεχίστηκε, τουλάχιστον για ένα διάστημα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εδραιώθηκε η επιτακτική ανάγκη για συμφιλίωση. Σκεφτείτε μορφές όπως του Alfred Grosser και του Joseph Rovan, ο οποίος “εξήγησε” τους Γάλλους και τους Γερμανούς τον έναν στον άλλο. Αυτοί δεν ήταν απλώς ένδοξοι απολογητές των εθνικών ιδιορρυθμιών, ή διαμεσολαβητές που θα εξαφανίζονταν ήσυχα όταν η προσέγγιση θα είχε ολοκληρωθεί: είχαν τη δική τους αυτόνομη παρουσία. Αλλά, ουσιαστικά, επιτέλεσαν το ρόλο εκλεπτυσμένων πολιτιστικών μεταφραστών και πολιτικών διαμεσολαβητών.

Και τώρα; Θα μπορούσε κανείς, ίσως εύλογα, να σκεφθεί ότι όσο προχωράει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πολιτικά, νομικά και οικονομικά, τόσο περισσότερο επαρχιωτικά και πιο εσωστρεφή, πολιτισμικά, γίνονται τα επιμέρους έθνη-κράτη. Η Easyjet και ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision δεν είναι υποκατάστατο μιας Δημοκρατίας των Γραμμάτων, όπου οι διανοούμενοι κατανοούν σε βάθος τουλάχιστον δύο ή τρεις διαφορετικές ευρωπαϊκές κουλτούρες. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις: αν διαβάζετε το παρόν κείμενο, τότε κοιτάζετε μία από τις βασικές ιστοσελίδες, όπου οι Ευρωπαίοι μπορούν να μάθουν για το δημόσιο διάλογο, που εκτυλίσσεται σε άλλες χώρες (και, αν μη τι άλλο, για το πώς οι διανοούμενοι σε άλλες χώρες προσλαμβάνουν τους γείτονές τους).

Δεν υπάρχει πανάκεια, όσον αφορά στη δημιουργία μιας πραγματικά ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι τα άτομα θα γίνουν πιο περίεργα, πιο πρόθυμα να δουν τα οφέλη στο έργο της μετάφρασης και της διαμεσολάβησης. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται πολύ βαρετά – αλλά, στην πραγματικότητα, συνιστούν ένα επείγον καθήκον, όχι μόνο, αλλά ειδικά σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία. Για να πάρουμε ένα προφανές παράδειγμα: οι Γερμανοί (και άλλοι “βόρειοι”) πρέπει να κατανοήσουν την ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιήθηκε το ελληνικό κράτος προκειμένου να ειρηνεύσει μια βαθιά πολωμένη κοινωνία, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα ευρωπαϊκά χρήματα συνέβαλαν στη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης, η οποία βοήθησε τα κόμματα να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά μείωσε επίσης τους κινδύνους μιας νέας κοινωνικής σύγκρουσης (τίποτα από τα αυτά δεν αποτελεί δικαιολογία για τη διαφθορά και για ένα εν γένει δυσλειτουργικό κράτος – το να κατανοείς τα πάντα δε σημαίνει ότι συγχωρείς τα πάντα – “tout comprendre ce n’est pas tout pardoner“). Αντίστροφα, θα ήταν χρήσιμο αν οι εκτός Γερμανίας παρατηρητές αποκτούσαν μια γνώση για τη συγκεκριμένη πτυχή των φιλελεύθερων οικονομικών, που εμπνέει εδώ και καιρό τη χάραξη πολιτικής τόσο στη Βόννη όσο και στο Βερολίνο: αυτό το περίεργο πράγμα, που ονομάζεται Ordoliberalismus, οι εκπρόσωποι του οποίου κατανοούν τους εαυτούς τους ως τους πραγματικούς “νεοφιλελεύθερους” – φιλελεύθεροι, οι οποίοι έμαθαν από τα διδάγματα της Μεγάλης Ύφεσης και της ανόδου των δικτατοριών στον εικοστό αιώνα, και που, ακριβώς, δεν ήθελαν να εξισώσουν τον φιλελευθερισμό με το laissez-faire. Γι’ αυτούς, οι λεγόμενοι νεοφιλελεύθεροι, όπως ο Ludwig von Mises ήταν απλά “παλαιοφιλελεύθεροι”, που παρέμειναν προσκολλημένοι στις ορθοδοξίες του δέκατου ένατου αιώνα περί αυτοδιόρθωσης των αγορών. Οι Γερμανοί νεοφιλελεύθεροι, από την άλλη πλευρά, ήθελαν ένα ισχυρό κράτος ικανό και πρόθυμο όχι μόνο να παρέχει ένα πλαίσιο για τις αγορές και την κοινωνία, αλλά και να παρεμβαίνει στην πρώτη χάριν της διασφάλισης ανταγωνισμού και “πειθαρχίας”.

Και πάλι, η κατανόηση αυτών των ιδεών δεν ισοδυναμεί με αποδοχή τους (ειδικά όσον αφορά τον Ordoliberalismus, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να είμαστε καχύποπτοι ως προς την ανελεύθερη, ίσως ακόμη και αυταρχική πλευρά του). Το θέμα είναι ότι μια πιο παραγωγική και σε βάθος συζήτηση δεν μπορεί να αγνοήσει τις βαθιά διαφορετικές εθνικές αφετηρίες στον τρόπο σκέψης για την πολιτική (και για τα οικονομικά, φυσικά). Υπό αυτήν την έννοια, αυτοί που τους έχω ονομάσει αποσαφηνιστές και αμοιβαίους εξηγητές των εθνικών παραδόσεων πρέπει να εργαστούν από κοινού.

Όμως, θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει, απλά διευκρίνιση και εξήγηση – αυτό είναι όλο; Σε αυτήν την περίπτωση, η ευρωπαϊκή δημόσια συζήτηση δεν θα ήταν απλώς το άθροισμα όσων οι εθνικοί “εξηγητές” λένε ο ένας στον άλλο; Υπάρχουν περισσότερα (και θα φτάσουμε σε αυτό σε λίγο), αλλά αυτά είναι τα δύο καθήκοντα που, για να το πω έτσι, αποτελούν διαρκές μέλημα. Κάθε γενιά πρέπει να τα αναλαμβάνει με ένα νέο τρόπο? και δεν σχετίζονται με την ανάγκη ανταπόκρισης σε μια ιδιαίτερη πρόκληση – αν μη τι άλλο, έχουν σαν αποτέλεσμα τα ακροατήρια να είναι καλύτερα προετοιμασμένα για να αντιδράσουν σε κρίσεις, ιδιαίτερα σε πολιτικές κρίσεις.

Πράγμα που με φέρνει στο τελευταίο επιχείρημά μου, το οποίο έχει να κάνει με τις πολιτικές κρίσεις, που μας αφορούν όλους: αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μία πολιτεία και αν η ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη σημαίνει κάτι, τότε δεν υπάρχουν πλέον εσωτερικές υποθέσεις των επιμέρους εθνών-κρατών, για τα οποία οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν δικαιούνται να μιλούν ή να κρίνουν. Και αν, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, η δημοκρατία και το κράτος δικαίου απειλούνται σαφώς, τότε είναι καθήκον όλων των Ευρωπαίων διανοουμένων να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Η προφανής σύγχρονη περίπτωση είναι η Ουγγαρία, η οποία μπορεί κάλλιστα να γίνει το πρώτο κράτος-μέλος, που θα αντιμετωπίσει σοβαρές κυρώσεις από την ΕΕ λόγω διολίσθησης σε μια μορφή ανελευθερίας.

Αντιμέτωπος με δριμεία κριτική από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Viktor Orban κατασκεύασε την εικόνα μιας υπερεθνικής αριστερής συνωμοσίας, με επικεφαλείς τους ομοϊδεάτες του Daniel Cohn-Bendit, οι οποίοι υποτίθεται πως απλώς απεχθάνονται τις αξίες, που αντιπροσωπεύουν ο Orban και οι σύμμαχοί του: εθνική υπερηφάνεια, Χριστιανισμός, παραδοσιακή αντίληψη της οικογένειας. Όπως ακριβώς προσπάθησε να ξεκινήσει μια συνολική Μάχη για την Κουλτούρα (Kulturkampf) στο εσωτερικό της χώρας του, ο Orban – ένας άνθρωπος που τρέφεται από τη σύγκρουση και την πόλωση – επιδίωξε να διαιρέσει την Ευρώπη στο σύνολό της μεταξύ των φιλελεύθερων-αριστερών, στους οποίους προφανώς συμπεριλαμβάνονται ρητά συντηρητικές παρουσίες, όπως ο Manuel Barroso (ένας πρώην μαοϊκός, βεβαίως), από τη μία πλευρά, και, από την άλλη, αυτό που ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας αποκάλεσε πρόσφατα η “κρυφή” ή “μυστική” Ευρώπη – μια Ευρώπη που συμμερίζεται τις αξίες του κόμματός του, αλλά δεν τολμά να το φανερώσει.

Είναι δελεαστικό να δούμε μια τέτοια σύγκρουση τελικά ως επιθυμητή, ακόμα και αν κάποιος διαφωνεί με όλα όσα αντιπροσωπεύει ο Orban: μήπως η πανουργία της ιστορίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνίσταται στο ότι η δια-εθνική σύγκρουση φέρνει τελικά μια πιο ενωμένη Ευρώπη; Μήπως η πολιτικοποίηση (ακόμη και η πόλωση) είναι κάτι το καθεαυτό καλό, επειδή κινητοποιεί θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρακινεί διανοούμενους από όλες τις πλευρές να εμπλακούν στη διαμάχη, και ακόμη αναγκάζει τους Ευρωπαίους πολίτες ως άτομα να δώσουν προσοχή;

Η σκέψη αυτή είναι ίσως κάπως υπερβολικά διαλεκτική: εξάλλου, διακυβεύονται φλέγοντα πρώτης γραμμής ζητήματα, καθώς και κάθε σημερινή δυστυχία της Ουγγαρίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την προώθηση των υψηλών ιδανικών της ευρωπαϊκής ενότητας. Αποτελεί ίσως ένα υποπροϊόν, αλλά με κανένα τρόπο τον πρωταρχικό σκοπό, του αγώνα για τις περιβόητες “ευρωπαϊκές αξίες” ότι οι αξίες αυτές θα μπορούσαν, κατά τη διαδικασία, να αποσαφηνιστούν καλύτερα και, τελικά, να εδραιωθούν βαθύτερα? εναπόκειται στους Ευρωπαίους διανοούμενους να εξηγήσουν γιατί, για παράδειγμα, μία ορισμένη κοινή κατανόηση σε ευρωπαϊκή βάση του κράτους δικαίου δεν είναι κάποια κομματική ή επαρχιώτικη θεώρηση μιας οικουμενικής αξίας, από την οποία θα μπορούσε κανείς να παρεκκλίνει στο όνομα της “διαφορετικότητας” και του “πλουραλισμού”.

Αυτή η επιμέρους πνευματική μάχη έγινε ακόμα πιο δύσκολη από το το γεγονός ότι, στον απόηχο της αποτυχίας της Συνταγματικής Συνθήκης, οι Ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ βγήκαν από το δρόμο τους προκειμένου να τονίσουν ότι η ΕΕ συνίσταται πρωτίστως στην ποικιλομορφία και στο ότι τα επιμέρους κράτη-μέλη μπορούν να ακολουθούν τη δική τους πορεία προς τη δημοκρατία και την εθνική ευημερία – με άλλα λόγια, μια κάπως απερίσκεπτη ρητορική με στόχο τον κατευνασμό των φόβων περί ενός “ευρωπαϊκού υπερ-κράτους”, αλλά που τελικά έδωσε λευκή επιταγή σε κάποιον σαν τον Orban. Εξάλλου, ο τελευταίος υπερασπίστηκε τον εαυτό του με τον ισχυρισμό ότι το νέο του σύνταγμα ανταποκρίνεται μοναδικά στις παραδόσεις της χώρας και τις σημερινές προκλήσεις.

Η ποικιλομορφία και ο πλουραλισμός δεν είναι αξίες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία – όλα εξαρτώνται από την απάντηση στο ερώτημα “ποικιλομορφία τίνος;” Οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι πρέπει να υπερασπιστούν την ελευθερία και τη δημοκρατία, αν παραστεί ανάγκη? σε όλες τις υπόλοιπες περιόδους, θα πρέπει να συνεχίσουν με το καθήκον της αποσαφήνισης και της εξήγησης. Για να δανειστούμε μια φράση από τον Emile Zola, τον άνθρωπο που έκανε τον όρο “διανοούμενος” δημοφιλή στην Ευρώπη του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα: Εμπρός ας πιάσουμε δουλειά! (Allons travailler!)

Published 22 December 2012
Original in English
Translated by Jenny Lialiouti
First published by www.istame.gr(Greek version); Eurozine (English version)

© Jan-Werner Muller / Eurozine

PDF/PRINT

Newsletter

Subscribe to know what’s worth thinking about.

Discussion